top of page
Search
  • Writer's pictureRobert Pittakos

Η επάλληλη συναίνεση στην σκέψη του John Rawls

Updated: Feb 23, 2021



Ο John Rawls είναι Αμερικανός φιλόσοφος, o οποίος γεννήθηκε τον Φεβρουάριο του 1921 και απεβίωσε τον Νοέμβριο του 2002.Ήταν καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Harvard και αποτελεί μέχρι και σήμερα κυρίαρχη μορφή της ηθικής και πολιτικής φιλοσοφίας του 20ου αιώνα. Εμείς θα ασχοληθούμε κατά κύριο λόγο με το έργο του γύρω από την πολιτική θεωρία και πιο συγκεκριμένα με τον φιλελευθερισμό. Ειδικότερα, θα ασχοληθούμε με το έργο του «πολιτικός φιλελευθερισμός», το οποίο αποτελεί βιβλίο ορόσημο για τη φιλελεύθερη σκέψη.

RAWLS KAI NOZICK

Εδώ να σημειωθεί ότι Rawls πέρα από το βιβλίο περί πολιτικού φιλελευθερισμού είχε προκαλέσει πολύ μεγάλη συζήτηση στην πολιτική θεωρία με το βιβλίο του "θεωρία της δικαιοσύνης" που δημοσιεύθηκε το 1971.Το συγκεκριμένο έργο ήταν μάλιστα και ο λόγος για μια μεγάλη σειρά συζητήσεων και διαφωνιών γύρω από αυτό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας διαφωνίας ήταν το βιβλίο του Robert Nozick “Anarchy, State and Utopia” που παρουσίαζε μία άλλη μορφή φιλελευθερισμού, τη λεγόμενη ελευθεριστική (libertarian).


Να σημειωθεί εδώ ότι στο φιλοσοφικό λεξικό του Cambridge, στο λήμμα "φιλελευθερισμός" αναφέρεται το όνομα του Rawls και πιο συγκεκριμένα γίνεται λόγος για τη προσφορά του στην σύγχρονη φιλελεύθερη θεωρία. Ειδικότερα γίνεται αναφορά στο έργο του "θεωρία της δικαιοσύνης" (A Theory of justice) που θέτει το ερώτημα σε ποιες αρχές δικαιοσύνης θα συμφωνούσαν οι πολίτες σε μια συμβολαιακή κατάσταση, την λεγόμενη "πρωταρχική θέση". Εκεί ο Rawls υποστηρίζει ότι οι πολίτες θα συμφωνούσαν σε αρχές οι οποίες θα εγγυόντουσαν βασικές ελευθερίες και ακριβοδίκαιη ισότητα ευκαιριών, ενώ παράλληλα θα απαιτούσαν οι οικονομικές ανισότητες να ευνοούν τους λιγότερο προνομιούχους. Έτσι μια κυβέρνηση που σέβεται αυτές τις συγκεκριμένες αρχές θα εξασφάλιζε την αυτονομία των πολιτών της, αφού η ίδια θα λειτουργούσε με εκείνες τις αρχές που οι πολίτες της θα είχαν δώσει στους εαυτούς τους στην "πρωταρχική θέση".


Εδώ όμως θα ασχοληθούμε με το δεύτερο πολύ σημαντικό έργο του Rawls για την φιλελεύθερη θεωρία, τον «πολιτικό φιλελευθερισμό»(Political Liberalism). Στο συγκεκριμένο του έργο ο Rawls ασχολείται με το ζήτημα της πολιτικής νομιμοποίησης φιλοσοφικών, θρησκευτικών και ηθικών διαφωνιών ανάμεσα στους πολίτες. Αυτό το είδος διαφωνίας θα επισημάνει ο Rawls ότι είναι εύλογο και ότι προκύπτει από την ελευθερία του λόγου και τις συνθήκες ισότητας που το φιλελεύθερο κράτος έχει ως σκοπό να διαφυλάττει. Το ζήτημα για την νομιμοποίηση της διαφωνίας είναι βασικό για τον Αμερικανό στοχαστή, διότι η θεωρία του περί δικαιοσύνης ως ακριβοδικίας βασίστηκε σε μία καντιανή αντίληψη περί αγαθού, η οποία εύκολα θα μπορούσε να απορριφθεί.



Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ

Για τον Rawls, ο πολιτικός φιλελευθερισμός καταθέτει μία προσπάθεια για να προσδιορίσει το πώς μπορεί να υπάρξει μία σταθερή και δίκαιη κοινωνία. Οι ελεύθεροι και ίσοι πολίτες σύμφωνα με τον Rawls, χωρίζονται από βαθιά αλληλοσυγκρουόμενα φιλοσοφικά, θρησκευτικά και ηθικά δόγματα. Στο πρώτο μέρος του 4ου κεφαλαίου του έργου του "Πολιτικός Φιλελευθερισμός" γίνεται παρουσίαση της έκθεσης δικαιοσύνης ως επιείκειας. Στο δεύτερο μέρος γίνεται μία προσπάθεια να αποδειχθεί η πολλαπλότητα την οποία χαρακτηρίζει. Πέρα από την ιδέα της δικαιοσύνης στο συγκεκριμένο έργο αναπτύσσεται και μία άλλη πολύ βασική αντίληψη. Η αντίληψη του πολιτικού φιλελευθερισμού ως μία ιδέα επάλληλης συναίνεσης των εύλογων περιεκτικών δογμάτων. Εδώ να σημειωθεί ότι ο συγγραφέας διακρίνει την επάλληλη συναίνεση από τον τρόπο συνύπαρξης.



Μέσα από το συγκεκριμένο έργο τίθεται το ερώτημα πως είναι εφικτός ο πολιτικός φιλελευθερισμός;


Για να απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα πρέπει να διερευνήσουμε κάποια αλλά βασικά σημεία. Καταρχάς, υπάρχουν διάφορες αντιλήψεις περί δικαιοσύνης. Μία βασική ιδέα είναι ότι υπάρχει μία πολλαπλότητα εύλογων και αντικρουόμενων δογμάτων που το καθένα έχει δική του αντίληψη περί αγαθού. Μία άλλη εξίσου βασική ιδέα είναι αυτή που μας αναφέρει ότι υπάρχει μόνο μία τέτοια αντίληψη περί αγαθού, που οι πολίτες ως ορθολογικοί θα πρέπει να την αναγνωρίσουν. Ο πολιτικός φιλελευθερισμός σύμφωνα με τον Αμερικανό φιλόσοφο, θεωρεί ότι υπάρχουν πολλά δόγματα που το καθένα έχει τη δική του οπτική περί αγαθού και παράλληλα υπάρχει συμβατότητα αυτών των δογμάτων με την ορθολογικότητα. Κανένα περιεκτικό δόγμα δεν οφείλει να γίνει η βασική πολιτική αντίληψη ενός συνταγματικού καθεστώτος.Κατά δεύτερον, ο Rawls, διερευνά τα χαρακτηριστικά της πολιτικής σχέσης.

Μέσω μιας τέτοιας ανάλυσης οδηγείται στα παρακάτω συμπεράσματα:


  • 1)Η πολιτική σχέση είναι μία σχέση μεταξύ προσώπων στο πλαίσιο της βασικής δομής της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που εντάσσονται με τη γέννησή μας και βγαίνουμε από αυτή με το θάνατό μας.

  • 2)Η πολιτική εξουσία είναι εξουσία καταναγκασμού, όπου η κυβέρνηση με τη χρήση κυρώσεων και με τη χρήση βίας επιβάλλει τους νόμους της.

  • 3)Εδώ τίθεται το ερώτημα της νομιμοποίησης της γενικής δομής της εξουσίας και της σύνδεσης της με το ζήτημα του δημοσίου λόγου. Θεωρούμε ως δεδομένη την ορθολογικότητα των πολιτών και την πολλαπλότητα των διάφορων δογμάτων που συναντάμε στις δημοκρατικές κοινωνίες. Ως δεδομένο αυτό, και ότι η πολιτική εξουσία είναι εξουσία των πολιτών ως συλλογικό σώμα, τίθεται το ερώτημα πότε ασκείται αρμόδια αυτή η εξουσία; Ο πολιτικός φιλελευθερισμός απαντάει σε αυτό το ερώτημα θεωρώντας ότι ο τρόπος άσκησης της εξουσίας οφείλει να είναι σύμφωνος με το σύνταγμα.

  • 4)Με δεδομένη την ύπαρξη συνταγματικού καθεστώτος δύο σημεία έχουν σημασία στον πολιτικό φιλελευθερισμό, τα ερωτήματα περί συνταγματικών ζητημάτων να διευθετούνται μέσα από το πρίσμα πολιτικών αξιών και αυτές οι πολιτικές αξίες να έχουν βάρος να εκτοπίσουν κάποιο άλλο σύστημα αξιών.


Οι αξίες που συνοψίζονται ως φιλελεύθερη πολιτική προκύπτουν από το γεγονός ότι αφού η εξουσία είναι καταναγκαστική και την κατέχουν οι ίσοι και ελεύθεροι πολίτες ως συλλογικό σώμα, αυτή η εξουσία πρέπει να ασκείται με τρόπο που όλοι οι πολίτες θα παρουσιάζονται ως λογικοί στην διακύβευση των συνταγματικών ζητημάτων.Έπειτα ο Αμερικάνος στοχαστής ασχολείται με το ζήτημα της σταθερότητας. Η σταθερότητα για τον Rawls υπάγεται σε δύο συγκεκριμένα ερωτήματα.Πρώτον, στο αν οι άνθρωποι που μεγαλώνουν μέσα σε δίκαιους θεσμούς αποκτούν ένα κοινωνικό επαρκές αίσθημα δικαιοσύνης και κατά δεύτερον στο κατά πόσο η πολιτική αντίληψη μπορεί να αναχθεί σε μία εστία επάλληλης συναίνεσης. Για τον Rawls οι άνθρωποι που ανατρέφονται μέσα σε δίκαιους βασικούς θεσμούς αποκτούν ένα αίσθημα δικαιοσύνης και νομιμοφροσύνης ώστε έτσι να υπάρχει σταθερότητα. Αναπτύσσουν ισχυρά αυτά τα συναισθήματα για να αντισταθούν σε τάσεις αδικίας. Το είδος της σταθερότητας που βασίζεται η φιλελεύθερη παράδοση της επιείκειας, στηρίζεται στο γεγονός ότι είναι μια πολιτική θεώρηση που έχει ως δεδομένο ότι οι πολίτες είναι έλλογα όντα.



Καταρχάς,όσον αφορά την διαδικασία της επάλληλης συναίνεσης, έχουμε να κάνουμε με έλλογη πολλαπλότητα δογμάτων, δηλαδή τα δόγματα που αφορούν μία φιλελεύθερη κοινωνία είναι ορθολογικά δόγματα. Παράλληλα, υπάρχουν διάφορες διαφωνίες σχετικά με την κοινωνική ενότητα που εδράζεται στην επάλληλη συναίνεση. Εδώ έχουμε την αντίληψη της επάλληλης συναίνεσης ως τρόπο συνύπαρξης(modus vivendi).Το ότι επάλληλη συναίνεση είναι διαφορετική από ένα modus vivendi φαίνεται από δύο λόγους. Πρώτον, το αντικείμενο της συναίνεσης,δηλαδή η αντίληψη της δικαιοσύνης συνιστά μία ηθική αντίληψη. Δεύτερον, οι πολίτες επαγγέλλονται τούτη την αντίληψη ήδη με κάποια ηθικά επιχειρήματα.

Η συναίνεση φτάνει μέχρι εκείνες τις θεμελιώδεις ιδέες μέσα στο πλαίσιο που επεξεργαστήκαμε την δικαιοσύνη ως επιείκεια. Υποθέτει πως υπάρχει μία συμφωνία αρκετά βαθιά για να αγγίξει ιδέες όπως αυτή της κοινωνίας ως επιεικούς συστήματος συνεργασίας και εκείνης των πολιτών ως ίσων, ελευθέρων και ορθολογικών όντων.

Να τονίσουμε εδώ ότι η επάλληλη συναίνεση δεν είναι αδιάφορη, ούτε σκεπτικιστική. Δηλαδή το να αποφεύγουμε τα περιεκτικά δόγματα δεν σημαίνει αδιαφορία ή σκεπτικισμό ως προς το αν μια πολιτική αντίληψη δικαιοσύνης μπορεί να είναι αληθινή ή όχι. Μία πολιτική αντίληψη δεν χρειάζεται να είναι περιεκτική. Μία πολιτική αντίληψη μπορεί να θεωρηθεί μέρος ενός περιεκτικού δόγματος αλλά δεν αποτελεί συνέπεια μη πολιτικών αξιών του δόγματος.


Παράλληλα, τίθεται ένα άλλο ερώτημα. Πώς μπορεί μία πολιτική αντίληψη περί δικαιοσύνης να εκφράζει αξίες υπό τις συνθήκες που κάνουν δυνατή τη δημοκρατία, που υπερτερούν από οποιεσδήποτε άλλες αξίες που συγκρούονται μαζί τους;


Η απάντηση για τον Αμερικανό στοχαστή είναι ότι η πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης οφείλει να είναι φιλελεύθερη, δηλαδή να προστατεύει τα δικαιώματά μας και να τους δίνει προτεραιότητα. Οι αρετές που κάνουν ένα συνταγματικό καθεστώς εφικτό είναι πολύ σημαντικές. Έτσι οι αξίες που συγκρούονται με την πολιτική αντίληψη της δικαιοσύνης μπορούν να υποσκελιστούν διότι συγκρούονται με τις προϋποθέσεις που κάνουν εφικτή την κοινωνική συνεργασία.

Επιπρόσθετα, μπορούμε να πούμε ότι οι πολιτικές αξίες υπερτερούν, γιατί έχουν μειωμένες συγκρούσεις με άλλου είδους αξίες. Εδώ θα πρέπει να αναφέρουμε ότι η επάλληλη συναίνεση φαίνεται να μην είναι ασύμβατη με βασικές θρησκευτικές φιλοσοφικές και ηθικές αξίες.Είναι η επάλληλη συναίνεση ουτοπική; Μήπως δεν επαρκούν Οι πολιτικές δυνάμεις για αυτήν. Ο John Rawls απαντάει σε αυτό το ερώτημα μέσω της ανάπτυξης δύο σταδίων:


1) Συνταγματική συναίνεση και

2) Επάλληλη συναίνεση.

Αρχικά το σύνταγμα ικανοποιεί ορισμένες θεμελιώδεις αρχές του πολιτικού. Θεμελιώνει δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες με στόχο την ελαχιστοποίηση του πολιτικού ανταγωνισμού. Παράλληλα ένα άλλο βασικό ερώτημα είναι το εξής: Με βάση ποιες πολιτικές αξίες μπορούν οι φιλελεύθερε αρχές δικαιοσύνης να κερδίσουν την προσχώρηση των πολιτών σε αυτές;

Αυτή η προσχώρηση λοιπόν μπορεί να βασίζεται σε ατομικά ή ομαδικά συμφέροντα, στα έθιμα και τις παραδόσεις ή στην επιθυμία να προσαρμοστείς σε αυτό που αναμένεται από εσένα και γίνεται κατά κανόνα. Αλλά ενδιαφερόμαστε για τις βάσεις προσχώρησης που τρέχουν οι φιλελεύθερες αρχές δικαιοσύνης. Όταν λοιπόν οι φιλελεύθερες αρχές ρυθμίζουν τους βασικούς πολιτικούς θεσμούς εξασφαλίζουν τις αρχές της σταθερής συνταγματικής συναίνεσης.


  • 1) Οι φιλελεύθερες αρχές ανταποκρίνονται στο επείγον πολιτικό προαπαιτούμενο να σταθεροποιηθεί το περιεχόμενο βασικών πολιτικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.

  • 2) Προαπαιτούμενη επίσης είναι η σύνδεση με το είδος δημόσιου λόγου που περιλαμβάνει την εφαρμογή των φιλελευθέρων αρχών δικαιοσύνης

  • 3)Το κατά πόσο ανταποκρίνονται οι φιλελεύθερες αρχές στο τρίτο προαπαιτούμενο εξαρτάται από την επιτυχία των άλλων δύο. Οι βασικοί θεσμοί που ενσωματώνουν τούτες τις αρχές όταν λειτουργήσουν πίνουν ενθαρρύνουν τις συνεργατικές αρετές της πολιτικής ζωής, το αίσθημα της επιείκειας και του συμβιβασμού


Πώς η συνταγματική συναίνεση γίνεται επάλληλη συναίνεση;


Για να έχει βάθος η επάλληλη συναίνεση οφείλουν οι πολιτικές αρχές που την διέπουν να είναι βασισμένες σε μια πολιτική αντίληψη περί δικαιοσύνης, η οποία θα χρησιμοποιεί τις βασικές ιδέες της κοινωνίας και του ατόμου, όπως τις αποδίδει η δικαιοσύνη ως επιείκεια.

Υπάρχουν δυνάμεις που ωθούν την συνταγματική συναίνεση στο να γίνει επάλληλη συναίνεση, οι οποίες συνδέονται με το βάθος, το εύρος και το ποσό ειδική είναι η τάξη των αντιλήψεων που βασίζεται η συναίνεση. Ο Rawls αναλύει αυτές τις τρεις περιπτώσεις.

Σχετικά με το βάθος της τάξης, όταν έχει επιτευχθεί μία συνταγματική συναίνεση οι πολιτικές ομάδες οφείλουν να εμφανιστούν στον δημόσιο λόγο της πολιτικής συζήτησης και να μιλήσουν με άλλες ομάδες οι οποίες δεν δέχονται το περιεκτικό τους δόγμα. Έτσι με αυτό τον ορθολογικό τρόπο ξεφεύγουν από τον στενό κύκλο των δικών τους θεωρήσεων και δικαιολογούν τις πολιτικές του αντιλήψεις σε ευρύτερο κοινό.

Σχετικά με το εύρος της συναίνεσης, το βασικό είναι ότι μία καθαρά πολιτική και συνταγματική συναίνεση αποδεικνύεται στενή. Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι ότι ένας δημοκρατικός λαός δεν θεσπίζει τους νόμους του που είναι απαραίτητοι για να καλυφθούν τα ουσιώδη συνταγματικά ζητήματα και τα βασικά ζητήματα δικαιοσύνης και υποκύπτουν σε σύγκρουση σχετικά με αυτά. Θα πρέπει να υπάρχει θεμελιώδης νομοθεσία που θα εγγυάται την ελευθερία της συνείδησης και της σκέψης και να μην αρκείται στην έκφραση του πολιτικού λόγου. Παράλληλα, πρέπει να υπάρχουν νόμοι οι οποίοι θα διασφαλίζουν την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι και την ελευθερία του μετακινείσθαι. Τέλος, θα πρέπει να υπάρχει νομοθεσία,η οποία θα εξασφαλίζει τις βασικές ανάγκες όλων των πολιτών,έτσι ώστε αυτοί να μπορούν να συμμετάσχουν στην πολιτική και κοινωνική ζωή.



Τέλος, σχετικά με το πόσο ειδική είναι η συναίνεση πόσο ευρύ είναι το φάσμα των φιλελευθέρων αντιλήψεων,που την καθορίζουν ο Rawls παραθέτει δύο συλλογισμούς:

Ο πρώτος αφορά το φάσμα των θεωρήσεων στις οποίες μπορούμε θεμιτά αναλογιστούμε με βάση τις βασικές ιδέες περί κοινωνίας και περί ατόμου πού βρίσκουμε στην δημόσια κουλτούρα ενός συνταγματικού καθεστώτος. Με αυτόν τον τρόπο λειτουργεί η έννοια της δικαιοσύνης ως επιείκειας. Ο δεύτερος συλλογισμός είναι ότι μπορούμε να υποθέσουμε πως τα διάφορα κοινωνικά οικονομικά συμφέροντα μπορεί ενδεχομένως να στηρίζουν διαφορετικές φιλελεύθερες αντιλήψεις. Αυτή η διαφορά σημαίνει εν μέρει σύγκρουση. Μπορούμε να ορίσουμε ως τέτοια συμφέροντα, συμφέροντα κάθε αντίληψης που η εν λόγω αντίληψη θα κινούνταν σε μία σταθερή βασική δομή, η οποία θα ρυθμίζονταν από την ίδια και τα οποία συμφέροντα της επίσης θα την υποστήριζαν. Το εύρος του φάσματος των φιλελευθέρων αντιλήψεων επηρεάζεται από το βαθμό αντίθεσης μεταξύ των παραπάνω συμφερόντων. Για να μπορέσει η δικαιοσύνη ως επιείκεια να προσδιορίσει το κέντρο αυτής της εστιακής τάξης πρέπει να ισχύουν δύο προϋποθέσεις:


  • Να εδραιώνεται σωστά σε πιο κεντρικές θεμελιώδεις ιδέες

  • Να είναι σταθερή ενόψει των συμφερόντων που την υποστηρίζουν και ενθαρρύνονται από αυτή.


O Rawls περιγράφει τον τρόπο με τον οποίον η ανοχή μιας φιλελεύθερης αντίληψης της δικαιοσύνης θα μπορούσε με τον καιρό να μετατραπεί σε συνταγματική συναίνεση και έπειτα σε επάλληλη συναίνεση. Υποθέτει ότι τα περιεκτικά δόγματα των ανθρώπων δεν είναι εντελώς περιεκτικά και αυτό αφήνει περιθώρια να υπάρξει μία ανεξάρτητη προσήλωση στην πολιτική διαδικασία η οποία συμβάλλει στον επέλθει συναίνεση. Αυτή η ανεξάρτητη προσήλωση θα οδηγήσει σε δράση σύμφωνα με τις συνταγματικές διευθετήσεις και βαθμιαία καθώς η επιτυχία της πολιτικής συνεργασίας θα προχωράει οι πολίτες θα έχουν όλο και μεγαλύτερη αξιοπιστία και εμπιστοσύνη ο ένας στον άλλον και έτσι υποθέτει ο Αμερικανός φιλόσοφος ότι θα οδηγηθούμε στην επάλληλη συναίνεση.






176 views0 comments
bottom of page