Κείμενο του Alain de Benoist
Εναντίον του ολοκληρωτικού δεσποτισμού οι ήρωες του Auf den Marmorκlippen επιλέγουν την απόσυρση, δημιουργώντας μίαν απόσταση. Με αυτήν έχουν ήδη ανακοινώσει την νοοτροπία του Επαναστάτη, για τον οποίον ο Jünger θα έγραφε: «Ο Επαναστάτης είναι…οποιοσδήποτε, του οποίου ο νόμος της φύσεως του τον τοποθετεί σε μία σχέση με την ελευθερία, μία σχέση η οποία με τον καιρό τον οδηγεί σε μία εξέγερση ενάντια στον αυτοματισμό και σε μία άρνηση να αποδεχθεί την ηθική του συνέπεια, την μοιρολατρία».
Μπορεί κάποιος να διαπιστώσει από αυτό ότι η Μορφή του Επαναστάτη συνδέεται αμέσως με έναν διαλογισμό επάνω στην ελευθερία-και επίσης στον αποκλεισμό, από την στιγμή που ο Επαναστάτης είναι εξίσου ένας παράνομος. Ο Επαναστάτης παραμένει ένας μαχητής, όπως ο Στρατιώτης του Μετώπου, αλλά είναι ένας μαχητής που την ενεργό απουσία προσωπικότητος, επειδή προτίθεται να διατηρήσει την ελευθερία του σε συνάρτηση με τον σκοπό που υπερασπίζεται. Υπό αυτήν την έννοια ο Επαναστάτης δεν μπορεί να ταυτισθεί με κάποιο σύστημα, ακόμα και με αυτό, υπέρ του οποίου μάχεται. Δεν αναπαύεται σε καμία περίπτωση. Εάν ο Επαναστάτης επιλέξει την περιθωριοποίηση, υπεράνω όλων τίθεται να περιφρουρεί ενάντια στις δυνάμεις της καταστροφής, να σπάει την περικύκλωση, θα μπορούσε να πεί κάποιος, χρησιμοποιώντας μία στρατιωτική μεταφορά, την οποίαν ο ίδιος ο Jünger χρησιμοποιεί όταν γράφει: «Η θαυμαστή περικύκλωση του ανθρώπου είχε προετοιμασθεί από πολύ παλαιά από θεωρίες που στοχεύουν στην αψεγάδιαστη λογική ερμηνεία του κόσμου και παρελαύνουν σε κλειστό σχηματισμό μαζί με την ανάπτυξη της τεχνολογίας».
«Ο δρόμος του μυστηρίου πηγαίνει κατευθείαν προς το εσώτερο» είπε ο Novalis. Ο Επαναστάτης είναι ένας μετανάστης στο εσώτερο, που επιζητεί να διατηρήσει την ελευθερία του στην καρδιά των δασών, όπου τέμνονται «τα μονοπάτια που δεν οδηγούν πουθενά». Το καταφύγιο αυτό, ωστόσο, είναι διφορούμενο, διότι αυτό το άσυλο της οργανικής ζωής, το οποίο δεν έχει ακόμα απορροφηθεί από την μηχανοποίηση του κόσμου, εκπροσωπεί-στο ακριβές σημείο που συνιστά ένα σύμπαν ξένο προς τα ανθρώπινα πρότυπα-τον «μεγάλο οίκο του θανάτου, την μόνη έδρα του καταστρεπτικού κινδύνου». Όθεν η θέση του Επαναστάτη μπορεί να είναι μόνον προσωρινή.
Η τελευταία Μορφή, την οποίαν ο Jünger αποκαλεί ονομάζει Άναρχος, πρωτοεμφανίσθηκε το 1977 στο «Eumeswil» [8], μία «μεταμοντέρνα» νουβέλα προορισμένη να αποτελέσει την συνέχεια του έργου Heliopolis[9] και εκτυλισσόμενη στην τρίτη χιλιετία. Ο Venator, ο ήρωας, δεν χρειάζεται πλέον να διαβιοί στο δάσος, για να παραμένει ανεπηρέαστος από τον περιβάλλοντα μηδενισμό. Είναι αρκετό για αυτόν που έχει φθάσει μία ανύψωση, η οποία του επιτρέπει να παρατηρεί τα πάντα από μία απόσταση, δίχως να απαιτείται να απομακρύνεται. Τυπική υπό αυτήν την άποψη είναι η στάση του απέναντι στην εξουσία. Ενώ ο αναρχικός θέλει να καταργήσει την εξουσία, ο Άναρχος αρκείται στο σπάσει όλους τους δεσμούς με αυτήν. Ο Άναρχος δεν είναι εχθρός των αρχών, αλλά δε τις αναζητά, διότι δεν τις χρειάζεται, ώστε να γίνει αυτό που είναι. Ο Άναρχος είναι κυρίαρχος του εαυτού-το οποίο ισοδυναμεί με το να ισχυριζόμαστε ότι δείχνει την απόσταση που υφίσταται μεταξύ κυριαρχίας, η οποία δεν προϋποθέτει εξουσία, και εξουσίας, η οποία ποτέ δεν παρέχει κυριαρχία. «Ο Άναρχος» γράφει ο Jünger «δεν είναι ο συνεργάτης του μονάρχη, αλλά ο αντίποδάς του, ο άνθρωπος που η εξουσία δεν μπορεί να συλλάβει, αλλά και είναι επικίνδυνος για αυτήν. Δεν είναι αντίπαλος του μονάρχη, αλλά το αντίθετό του.» Πραγματικός χαμαιλέοντας, ο Άναρχος προσαρμόζεται σε όλα τα πράγματα, διότι ουδέν τον φθάνει. Βρίσκεται στην υπηρεσία της ιστορίας, ενώ είναι πέραν αυτής. Ζει σε όλες τις εποχές ταυτοχρόνως, παρόν, παρελθόν και μέλλον. Έχοντας διαβεί «το τείχος του χρόνου», βρίσκεται την θέση του Πολικού Αστέρος, που παραμένει σταθερός, ενώ ολόκληρος ο έναστρος θόλος περιστρέφεται γύρω του, του κεντρικού άξονος ή του κεντρικού σημείου, «του κέντρου του τροχού, όπου ο χρόνος έχει εξοβελιστεί». Ούτως, μπορεί να επιβλέπει το «ξεκαθάρισμα», που εκπροσωπεί τον τόπο και την περίσταση για την επιστροφή των θεών. Από αυτό μπορεί να δει κάποιος, όπως γράφει ο Claude Lavaud αναφορικά με τον Heidegger, ότι η λύτρωση έγκειται «στο να μένεις πίσω , παρά στο να περνάς απέναντι’ στην προσήλωση και όχι στο υπολογισμό’ στην αναμνηστική ευλάβεια που ανοίγει την σκέψη στην αποκάλυψη και την απόκρυψη, που συναποτελούν την ουσία της αληθείας .» [10]
Αυτό, λοιπόν, που διακρίνει τον Επαναστάτη από τον Άναρχο είναι η ποιότητα της εθελουσίας των περιθωριοποιήσεως: οριζόντια απόσυρση για τον πρώτον, κάθετος απόσυρση για τον δεύτερο. Ο Επαναστάτης έχει την ανάγκη να βρει καταφύγιο στο δάσος, επειδή είναι άνθρωπος δίχως εξουσία ή κυριαρχία και επειδή μόνον εκεί διατηρεί τις συνθήκες της ελευθερίας του. Ο ίδιος ο Άναρχος είναι επίσης δίχως εξουσία, αλλά ακριβώς επειδή δεν έχει εξουσία, είναι κυρίαρχος. Ο Επαναστάτης είναι ακόμα σε κατάσταση επαναστάσεως, ενώ ο Άναρχος βρίσκεται πέραν της επαναστάσεως. Ο Επαναστάτης συνεχίζει με μυστικότητα-κρύβεται στις σκιές-ενώ ο Άναρχος παραμένει σε πλήρη θέα. Εν τέλει, εκεί που ο Επαναστάτης είναι εξορισμένος από την κοινωνία, ο Άναρχος εξορίζει εαυτόν. Δεν είναι αποκλεισμένος, είναι απελευθερωμένος.
Η έλευση του Επαναστάτη και του Άναρχου, απώθησε την ανάμνηση του Στρατιώτου του Μετώπου στο παρασκήνιο, αλλά δεν τερμάτισε την κυριαρχία του Εργάτου. Ομολογουμένως, ο Jünger άλλαξε την γνώμη του για το τι πρέπει να περιμένουμε, αλλά δεν εγκατέλειψε ποτέ την πεποίθησή του ότι αυτή η Μορφή πραγματικά επικρατεί στον σύγχρονο κόσμο. Ο Εργάτης προσδιορισμένος ως «ο αρχηγός Τιτάνας που διατρέχει την σκηνή της εποχής μας» είναι πραγματικά ο υιός της Γής, το τέκνο του Προμηθέως. Ενσαρκώνει την «τελλουρική» δύναμη , της οποίας το όργανο είναι η σύγχρονη τεχνολογία. Αποτελεί, επίσης, μία μεταφυσική Μορφή, διότι η σύγχρονη τεχνολογία δεν είναι τίποτα άλλο από την συνειδητοποιημένη ουσία της μεταφυσικής, που καθιστά τον άνθρωπο κύριο ενός κόσμου μεταμορφωμένου σε αντικείμενο. Και με τον άνθρωπο ο Εργάτης τηρεί μία διαλεκτική κυριότητος: ο Εργάτης είναι κύριος του ανθρώπου μέχρι του σημείου που ο άνθρωπος πιστεύει ότι είναι κύριος του κόσμου με το να ταυτίζει τον εαυτό του με τον Εργάτη.
Ωστόσο, μέχρι του ακριβούς σημείου που είναι οι εκπρόσωποι των στοιχειακών και των τελλουρικών δυνάμεων, οι Τιτάνες εξακολουθούν να είναι φορείς ενός μηνύματος, το περιεχόμενο του οποίου εντέλλεται την ύπαρξή μας. Ο Jünger δεν τους θεωρεί πλέον συμμάχους, αλλά ούτε εχθρούς. Κατά την συνήθειά του, ο Jünger είναι ένας σεισμογράφος: έχει ένα προαίσθημα ότι η κυριαρχία των Τιτάνων αναγγέλλει την επιστροφή των θεών και ότι ο μηδενισμός αποτελεί ένα αναγκαίο κομμάτι του μονοπατιού προς την αναγέννηση του κόσμου. Για να τελειώσουμε με τον μηδενισμό, πρέπει να τον ζήσουμε μέχρι το τέλος του-«περνώντας την γραμμή» που αντιστοιχεί στο «μεσημβρινό μηδέν»-διότι, όπως λέει ο Heidegger , το τεχνολογικό πλαίσιο [11] (Ge-stell) παραμένει ένας τρόπος του Είναι , όχι απλώς η λήθη του. Για τον λόγον αυτόν, εάν ο Jünger αντιμετωπίζει τον Εργάτη ως κίνδυνο, θεωρεί, επίσης, ότι ο κίνδυνος αυτός μπορεί να γίνει η σωτηρία μας, διότι υπό αυτού και μέσω αυτού θα είναι πιθανό να εξαλειφθεί ο κίνδυνος.
Είναι εύκολο να δούμε τι διαφοροποιεί τα δύο ζεύγη που σχηματίζονται από την μια μεριά υπό του Στρατιώτου του Μετώπου και του Εργάτου και από την άλλη υπό του Επαναστάτου και του Άναρχου. Θα ήταν, όμως, λάθος να συμπεράνει από αυτό κάποιος ότι ο «δεύτερος Jünger»,του έργου « Auf den Marmorklippen» αποτελεί αντίθεση του πρώτου. Αυτός ο «δεύτερος Jünger» εκφράζει περισσότερο πρόοδο, στην οποίαν δόθηκε μια ελεύθερη πορεία, μίας κλίσης εξ αρχής παρούσας, αλλά συσκοτισμένης από το έργο του συγγραφέως-στρατιώτου και του εθνικιστή μαχητού. Στα πρώτα βιβλία του Jünger, όπως και στα «Der Kampf als innere Erlebnis» [12] και «Sturm» [13], μπορεί κάποιος να διακρίνει πίσω από την αφήγηση μία αναντίρρητη τάση προς την vita contemplativa. Από την αρχή ο Jünger εκφράζει έναν πόθο για διαλογιστική αντανάκλαση , την οποίαν οι περιγραφές μαχών ή τα καλέσματα για δράση δεν μπορούν να αποκρύψουν. Ο πόθος αυτός είναι εμφανής στην πρώτη έκδοση στο έργο «Das Abenteuerliche Herz», στο οποίο μπορεί κάποιος να διαβάσει όχι μόνον ένα ενδιαφέρον για μια συγκεκριμένη κυριολεκτικά ποίηση, αλλά, επίσης, μία αντανάκλαση-αυτήν που θα μπορούσε κάποιος να περιγράψει τόσο ως μεταλλική, όσο και ως κρυστάλλινη-για την αμεταβλητότητα των πραγμάτων και αυτού που στον απόλυτο πυρήνα του παρόντος εξυψούται σε κοσμικά σημάδια και σε μια αναγνώριση του απεριόριστου, θρέφοντας ούτως την «στερεοσκοπική όραση», στην οποίαν δύο επίπεδες εικόνες ενώνονται σε μία μοναδική εικόνα, για να αποκαλύψουν την διάσταση του βάθους. Δεν υφίσταται ούτως καμία αντίθεση μεταξύ των τεσσάρων Μορφών, αλλά μόνον μία προοδευτική εμβάθυνση, ένα είδος αυξανόμενα εξαιρετικού σχεδίου , που οδήγησε τον Jünger, έναν αρχικά ηθοποιό της εποχής του, έπειτα δικαστή και κριτή των καιρών του, να θέσει τελικώς εαυτόν υπεράνω της εποχής του, προκειμένου να καταθέσει σχετικά με το τι προηγήθηκε του αιώνος του και τι θα ακολουθήσει αυτού. Στο έργο του «Der Arbeiter» διαβάζουμε: «Όσο περισσότερο αφιερώνουμε τους εαυτούς μας στην αλλαγή, τόσο πρέπει να είμαστε ενδόμυχα πεπεισμένοι, ότι πίσω από αυτήν κρύβεται ένα ήρεμο είναι». Ολόκληρη την ζωή του ο Jünger ποτέ δεν έπαυσε να προσεγγίζει τούτο το «ήρεμο είναι». Καθώς περνούσε από την εκδηλωμένη δράση στην φανερή μη-δράση – ενώ πορευόταν, θα έλεγε κανείς, από το υπάρχειν στο Είναι-κατόρθωσε μία υπαρξιακή πρόοδο, η οποία τελικώς του επέτρεψε να κατέχει την θέση του Άναρχου, το ακίνητο κέντρο, το «κεντρικό σημείο του περιστρεφόμενου τροχού», από το οποίο ξεκινά κάθε κίνηση.
Γράφει ο Jünger το 1963 στο βιβλίο του με τίτλο «Type-Name-Gestalt» (Τύπος-Όνομα-Μορφή) [16]: « Η Μορφή και ο Τύπος είναι ανώτερες μορφές της οράσεως. Η έννοια των Μορφών απονέμει μία μεταφυσική δύναμη, η κατανόηση των Τύπων μία διανοητική δύναμη». Θα επανεξετάσουμε την διάκριση αυτήν μεταξύ Μορφής και Τύπου. Αλλά ας επισημάνουμε αμέσως ότι ο Jünger συνδέει την δυνατότητα διακρίσεώς των με μία υψηλότερη μορφή οράσεως, π.χ. με μία όραση που πηγαίνει μακρύτερα των αμέσων εμφανίσεων, για να αναζητήσει και να αναγνωρίσει αρχέτυπα. Υπαινίσσεται, επιπλέον, ότι αυτή η υψηλότερη μορφή οράσεως ενώνεται με το αντικείμενό της, π.χ. με την Μορφή και με τον Τύπο. Γίνεται, περαιτέρω, πιο συγκεκριμένος: «Ο Τύπος δεν εμφανίζεται στην φύση ή η Μορφή στο σύμπαν. Και οι δύο πρέπει να αποκρυπτογραφηθούν εντός των φαινομένων, όπως μια δύναμη στα αποτελέσματά της ή ένα κείμενο στους χαρακτήρες του.» Επιβεβαιώνει, τελικώς, ότι υπάρχει «μια τυποποιητική δύναμη του σύμπαντος» η οποία «αναζητά να διαπεράσει το αδιαφοροποίητο» και «ενεργεί κατευθείαν στην όραση», προκαλώντας «μια ανείπωτη γνώση: διαίσθηση», έπειτα αποδίδοντας ένα όνομα: «Τα πράγματα δεν φέρουν ένα όνομα, τα ονόματα αποδίδονται σε αυτά.»
Τούτο αναφορικά με τις άμεσες εμφανίσεις δεν θα έπρεπε να παρερμηνευθεί. Ο Jünger δεν μας προσφέρει μία καινούργια εκδοχή του πλατωνικού μύθου του σπηλαίου. Δεν προτείνει την αναζήτηση στοιχείων ενός άλλου κόσμου σε αυτόν τον κόσμο. Στο «Der Arbeiter», αντιθέτως, ήδη απεκήρυξε «τον δυϊσμό του κόσμου και των συστημάτων του». Παρομοίως, στο έργο του «Strahlungen» («Ακτινοβολίες», 1949) έγραψε: «Το ορατό περιέχει όλα τα σημάδια που οδηγούν στο αόρατο. Και η ύπαρξη του τελευταίου πρέπει να είναι προς επίδειξη στον ορατό κόσμο». Για τον Jünger, ούτως, υπάρχει μεταμόρφωση μόνον στο ενυπάρχον. Και όταν προτίθεται να αναζητήσει «τα πράγματα που βρίσκονται πίσω από τα πράγματα», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφραση του στο έργο του «Sizilischer Brief an den Mann im Mond» (Σικελικό Γράμμα στον Άνθρωπο στην Σελήνη), είναι ότι έχει πεισθεί, όπως ο Νοβάλις, ότι «το πραγματικό είναι μαγικό, όσο μαγικό είναι το πραγματικό».
Θα μπορούσε κάποιος να σφάλει σοβαρά συγκρίνοντας τον Τύπο με μία «έννοια» και την Μορφή με μία «ιδέα». «Ένας Τύπος», γράφει ο Jünger, «είναι πάντα δυνατότερος από μία ιδέα, και ακόμα περισσότερο από μία έννοια». Πράγματι, ο Τύπος γίνεται κατανοητός μέσω της οράσεως, με άλλα λόγια ως εικόνα, ενώ η έννοια μπορεί να συλληφθεί μόνον μέσω της σκέψεως. Προκειμένου να κατανοήσουμε την Μορφή ή τον Τύπο δεν πρέπει να αφήσουμε τον αισθητό κόσμο για κάποιον άλλον κόσμο που συνιστά τον πρώτο σκοπό του, αλλά να αναζητήσουμε εντός του αισθητού κόσμου την αόρατο διάσταση που συνιστά την «υγροποιητική δύναμη»: «Αναγνωρίζουμε άτομα: ο Τύπος συμπεριφέρεται σας την μήτρα της οράσεώς μας… Τούτο καταδεικνύει στην πραγματικότητα ότι δεν είναι τόσο ο Τύπος που αντιλαμβανόμαστε, αλλά, εντός της και όπισθέν της, η δύναμη της τυποποιητικής πηγής».
Η Γερμανική λέξη για την Μορφή είναι Gestalt, η οποία μεταφράζεται εν γένει ως «μορφή» [19]. Η λεπτή διαφορά δεν είναι ασήμαντη, διότι επιβεβαιώνει το ότι η Μορφή είναι προσδεδεμένη στον κόσμο των μορφών, π.χ. στον αισθητό κόσμο, αντί του να αποτελεί μία Πλατωνική ιδέα, η οποία θα μπορούσε να βρει σε αυτόν τον κόσμο μόνον την ασήμαντη και παραμορφωμένη αντανάκλαση της. Ο Γκαίτε στην εποχή του δυσαρεστήθηκε μαθαίνοντας ότι ο Σίλλερ θεωρούσε πως το Urpflanze (αρχέτυπο) του ήταν μία ιδέα. Η Μορφή συχνά παρεξηγείται κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπο, όπως ο ίδιος ο Jünger τόνιζε με έμφαση. Η Μορφή βρίσκεται στην μεριά της οράσεως, όπως βρίσκεται στην μεριά του Είναι , το οποίο είναι ομοούσιο με τον κόσμο. Δεν βρίσκεται στην μεριά του verum , αλλά του certum.
Ας εξετάσουμε τώρα τι διαχωρίζει την Μορφή από τον Τύπο. Συγκρινόμενος με την Μορφή, η οποία είναι περισσότερο περιεκτική, αλλά εξίσου θολή, ο Τύπος είναι πιο περιορισμένος. Τα περιγράμματά του είναι σχετικά καλοφτιαγμένα, γεγονός που τον καθιστά ένα είδος μεσάζοντος μεταξύ του φαινομένου και της Μορφής: «Αποτελεί» λέει ο Jünger «την πρότυπο εικόνα του φαινομένου και την εγγυήτρια εικόνα της Μορφής.» Η Μορφή διαθέτει μία μεγαλύτερη προέκταση σε σχέση με τον Τύπο. Υπερβαίνει τον Τύπο, όπως η μήτρα που δίδει την μορφή υπερβαίνει την μορφή. Επιπροσθέτως, εάν ο Τύπος προσδιορίζει μία ομάδα, η Μορφή τείνει να προσδιορίζει μία εξουσία ή μία εποχή. Διαφορετικοί τύποι δύνανται να συνυπάρχουν παράλληλα με τον καθένα τους τον ίδιο χρόνο και στο ίδιον χώρο, αλλά υπάρχει χώρος μόνον για μία Μορφή. Υπό αυτήν την άποψη, η σχέση μεταξύ Μορφής και Τύπου συγκρίνεται με αυτήν του Ενός και των πολλών. (Για τον λόγον αυτόν γράφει ο Jünger: «Ο Μονοθεϊσμός μπορεί να γνωρίζει, μιλώντας σε αυστηρά πλαίσια, μόνον μία Μορφή. Γι΄ αυτό και υποβιβάζει τους θεούς στην κατηγορία των Τύπων.») Τούτο ισοδυναμεί με το να ισχυρισθούμε ότι η Μορφή δεν αποτελεί μόνον έναν πιο εκτεταμένο Τύπο, αλλά ότι υπάρχει, επίσης, μία διαφορά στην φύση της Μορφής και του Τύπου. Η Μορφή μπορεί να αναδείξει Τύπους, αποδίδοντάς τους μία αποστολή και ένα νόημα. Ο Jünger δίδει το παράδειγμα του ωκεανού ως μία έκταση διακριτή από όλες τις συγκεκριμένες θάλασσες: «Ο Ωκεανός είναι μορφοποιητής των Τύπων. Δεν έχει Τύπο, είναι μία Μορφή.»
Δύναται ο άνθρωπος να σχηματίσει μία Μορφή, όπως κάνει με έναν Τύπο; Ο Jünger ισχυρίζεται ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική απάντηση στο ερώτημα αυτό, αλλά οπωσδήποτε κλίνει προς την αρνητική απάντηση. «Η Μορφή», γράφει, «μπορεί να συντηρείται, αλλά δεν μπορεί να σχηματίζεται.» Τούτο σημαίνει ότι η Μορφή δεν μπορεί ούτε να εξορκισθεί με λόγια ούτε να φυλακισθεί με την σκέψη. Ενώ ο άνθρωπος δύναται με να ονομάζει Τύπους, είναι πολύ δυσκολότερο να πράξει το οτιδήποτε με μία Μορφή: «Ο κίνδυνος είναι σημαντικότερος, διότι κάποιος προσεγγίζει το αδιαφοροποίητο σε μεγαλύτερη έκταση σε σχέση με την ονοματοδοσία Τύπων.» Ο Τύπος εξαρτάται από τον άνθρωπο, ο οποίος τον υιοθετεί ονομάζοντάς τον, ενώ η Μορφή δεν μπορεί να καταστεί κτήμα μας. «Η ονομασία των Τύπων», τονίζει ο Jünger, «εξαρτάται από τον άνθρωπο, που τον αποκτά. Από την άλλη πλευρά, όταν μία Μορφή ονοματίζεται, ορθώς υποθέτουμε ότι πρώτα αποκτά έναν άνθρωπο.» Ο άνθρωπος δεν έχει πρόσβαση στην «πατρίδα των Μορφών»: «Αυτό που συλλαμβάνεται ως Μορφή είναι ήδη διαμορφωμένο.»
Στον βαθμό που ανήκει στο μεταφυσικό επίπεδο, μία Μορφή εμφανίζεται ξαφνικά. Δίδει στον άνθρωπο ένα σημάδι, αφήνοντάς τον ελεύθερο να την αναγνωρίσει ή να την αγνοήσει. Ο άνθρωπος, όμως, δεν μπορεί να την συλλάβει μόνον δια της διαισθήσεως. Το να γνωρίσουμε ή να αναγνωρίσουμε μία Μορφή επιβάλλει μία περισσότερο εμβριθή επαφή, συγκρινόμενη με την κατανόηση της συγγένειας. Ο Jünger δεν διστάζει στο σημείο αυτό να κάνει λόγο περί «προφητείας.» Μία Μορφή αποκαλύπτεται, απελευθερωμένη από την λήθη, κατά την χαϊντεγγεριανή έννοια από την ύπαρξη του Είναι – απελευθερωμένη από τα βαθύτατα επίπεδα του αδιαφοροποίητου, λέγει ο Jünger. Την ίδιαν, όμως, στιγμή, καθώς αποκαλύπτεται, καθώς εμφανίζεται και αποκτά αποτελεσματική δύναμη, «χάνει την ουσία της»-όπως ένας θεός που διαλέγει να ενσαρκωθεί σε ανθρώπινη μορφή. Μόνον αυτή η «απαξίωση» της οντολογικής καταστάσεώς της καθιστά δυνατόν για τον άνθρωπο να γνωρίσει τι τον συνδέει με μία Μορφή, την οποίαν δεν μπορεί να συλλάβει διά της σκέψεως ή του ονόματος. Η Μορφή, ούτως, αποτελεί την «ύψιστη αναπαράσταση που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος για το ανείπωτο και για την δύναμή του.»
Κατόπιν των προρρηθέντων, μπορεί κάποιος να ισχυρισθεί ότι οι τέσσερις γιουνγκεριανές Μορφές είναι πράγματι Μορφές και όχι Τύποι; Με όλη την αυστηρότητα, μόνον ο Εργάτης ανταποκρίνεται πλήρως στον ορισμό της Μορφής, στον βαθμό που περιγράφει μιαν εποχή. Ο Στρατιώτης, ο Επαναστάτης και ο Άναρχος θα αποτελούσαν, αντιθέτως, Τύπους.
Ο Jünger γράφει ότι για τον άνθρωπο η ικανότητα να σχηματίζει Τύπους προέρχεται από μία «μαγική δύναμη». Σημειώνει, επίσης, ότι σήμερα αυτή η ανθρώπινη ικανότητα παρακμάζει και προτείνει ότι είμαστε μάρτυρες της ανόδου του αδιαφοροποίητου, με άλλα λόγια μία «χειροτέρευση των Τύπων», το πλέον ορατό σημάδι ότι ο παλαιός κόσμος υποχωρεί έναντι ενός καινούργιου, του οποίου οι Τύποι δεν έχουν ακόμα εμφανισθεί και κατά συνέπεια δεν μπορούν ακόμα να ονομασθούν. «Προκειμένου να καταφέρουμε να συλλάβουμε νέους Τύπους», γράφει, «το πνεύμα πρέπει να λιώσει τους παλαιούς… Μόνο στο αμυδρό φώς της αυγής μπορεί το αδιαφοροποίητο να λάβει νέα ονόματα.» Γι’ αυτόν τον λόγο, στο τέλος, θέλει να είναι βέβαιος: «Είναι προβλέψιμο ότι ο άνθρωπος θα ανακτήσει την ικανότητά του να σχηματίζει Τύπους και ούτως θα επιστρέψει στην υπέρτατη αξιοσύνη του.»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Πηγή: «Τύποι και μορφές εντός του έργου του Ernst Jünger: Ο Στρατιώτης του Μετώπου, ο Εργάτης, ο Επαναστάτης και ο Άναρχος» αρχικά παρουσιάσθηκε ως διάλεξη στην Ρώμη τον Μάϊο του 1997.
1. Ernst Jünger, Der Arbeiter: Herrschaft und Gestalt (Hamburg: Hanseatische Verlagsanstalt, 1932).
2. Γαλλιστί “arraisonne.” Εδώ το ρήμα «arraisonner» έχει την σημασία του «συναρπάζω» με την διττή σημασία του «κυριεύω» και του «αιχμαλωτίζω». Στην συνέχει του εν λόγω δοκιμίου ο Benoist χρησιμοποιεί το “arraisonnement” ως ισοδύναμο του «Gestell» ή «Ge-stell» του Heidegger, που μεταφράζεται στα αγγλικά συνήθως ως «πλαισιώνω». Σύμφωνα με τον Heidegger, το Gestell αποτελεί την όψη του κόσμου ως σωρός αποθεμάτων (Bestand) για την ανθρώπινη χειραγώγηση . Ο Heidegger αποκαλεί το Gestell ως «ουσία» της τεχνολογίας, διότι είναι η κοσμοθεωρία αυτή που καθιστά τον σύγχρονο τεχνολογικό πολιτισμό εφικτό. Ιδέ Martin Heidegger, «Το ζήτημα της Τεχνολογίας».
3. Ernst Jünger, Der Waldgang (Frankfurt am Main: Vittorio Klostermann 1951)
4. Ernst Jünger, Die totale Mobilmachung (Berlin: Verlag der Zeitkritik, 1931)
5. Ernst Jünger, Auf den Marmorklippen (Hamburg: Hanseatische Verlagsanstalt, 1939)
6. Friedrich Georg Jünger, Die Perfektion der Technik [Η τελειότητα της τεχνολογίας](Frankfurt am Main: Klostermann,1946)
7. “l’arraisonnement technicien”
8. Ernst Jünger, Eumeswil (Stuttgart: Klett-Cotta, 1977)
9. Ernst Jünger, Heliopolis: Rückblick auf eine Stadt [Heliopolis: Review of a City] (Tübingen: Heliopolis, 1949)
10. “‘Über die Linie’: Penser l’être dans l’ombre du nihilisme” [ «Πάνω από την γραμμή: Περίσκεψη του Είναι στην Σκιά του Μηδενισμού»], στο «Σημειωματάρια Ernst Jünger 1“ (1996), 49.
11. l’arraisonnement
12. Ernst Jünger, Der Kampf als inneres Erlebnis (Berlin: Mittler, 1922)
13. Ernst Jünger, Sturm (συγγραφέν εν 1923) (Stuttgart: Ernst Klett, 1978)
14. Ernst Jünger, Das Abenteuerliche Herz: Aufzeichnungen bei Tag und Nacht [Η περιπετειώδης καρδιά:Εικονογραφήσεις της Ημέρας] (Berlin: Frundsberg,1929).
15. Το ακόλουθο Παράρτημα αποτελεί το πρώτο μέρος της αρχικής διαλέξεως, ακολουθούμενο από την τελευταία παράγραφο του τρίτου μέρους.
16. Ernst Jünger, Typus—Name—Gestalt (Stuttgart: Ernst Klett, 1963).
17. In Ernst Jünger, Strahlungen (Tübingen: Heliopolis, 1949).
18. Ernst Jünger, “Sizilischer Brief an den Mann im Mond”, in Blätter und Steine [Φύλλα και Πέτρες] (Hamburg: Hanseatische Verlagsanstalt, 1934).
19. Ο πρώτος τόμος του έργου του Oswald Spengler ήδη έφερε τον υπότιτλο: «Gestalt und Wirklichkeit» [Μορφή και Πραγματικότητα]. « Gestalt» γράφει ο Gilbert Merlio, « είναι η Μορφή των μορφών, αυτή που «πληροφορεί» την πραγματικότητα κατά τον τρόπο της αριστοτέλειας εντελέχειας. Αποτελεί την μορφολογική ενότητα που προσλαμβάνει κάποιος κάτω από την αντίθεση της ιστορικής πραγματικότητας, η μορφοποιητική ιδέα (άλλως Urpflanze!) που της προσδίδει συνοχή και κατεύθυνση» (“Les images du guerrier chez Ernst Jünger” [« Οι εικόνες του Πολεμιστού στον Ernst Jünger»], στο Danièle Beltran-Vidal, ed., Images d’Ernst Jünger [Εικόνες του Ernst Jünger] [Berne: Peter Lang, 1996], 35).
Άρθρο δημοσιευμένο στο Counter-Currents Publishing
Comments